ἀσπαστός

ἀσπαστός
ἀσπ-αστός, ή, όν,
A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.),

Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35

, cf. 5.398, 23.239;

κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98

;

τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1.62

, cf. E.Rh.348 (lyr.), Them.Or.15.184d ([comp] Comp.). Adv.

-τῶς Hdt.4.201

, Lyc.1090;

τὸ τῆς ζωῆς ἀ. Epicur.Ep.3p.61U.

; neut. ἀσπαστόν as Adv., Hes.Sc.42.
2 to be welcomed, Pl.Phlb. 32d.
II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσπαστός — welcome masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπαστός — ή, ό (AM ἀσπαστός, ή, ό) [ασπάζομαι] ο ευπρόσδεκτος νεοελλ. αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός αρχ. ο επιθυμητός …   Dictionary of Greek

  • άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη …   Dictionary of Greek

  • άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπαστά — ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc pl ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc/acc dual ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότερον — ἀσπαστός welcome adverbial comp ἀσπαστός welcome masc acc comp sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστῶν — ἀσπαστός welcome fem gen pl ἀσπαστός welcome masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότατα — ἀσπαστός welcome adverbial superl ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασταί — ἀσπαστός welcome fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστοί — ἀσπαστός welcome masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”